ανεμοκυκλίζω

ανεμοκυκλίζω
1. (γιά τον άνεμο) φυσώ προς διάφορες κατευθύνσεις
2. παρασύρω, διασκορπίζω
3. σπαταλώ
4. (μέσ., -ομαι)
κάνω άστατη ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”